νταλκαβούκης

νταλκαβούκης
ο
1. παράσιτο, κόλακας, γελωτοποιός
2. αμόρφωτος, άξεστος
3. επισκέπτης που παρουσιάζεται κατά την ώρα τού φαγητού επίτηδες για να τον προσκαλέσουν να παρακαθήσει κι αυτός στο τραπέζι, ανεπιθύμητος μουσαφίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalkavuk].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”